ἀκρωτηρίαζε

ἀκρωτηρίαζε
ἀ̱κρωτηρίαζε , ἀκρωτηριάζω
cut off
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀκρωτηριάζω
cut off
pres imperat act 2nd sg
ἀκρωτηριάζω
cut off
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυμβάς — άδος, ἡ, ΜΑ γυναίκα που παρασκευάζει και χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, μάγισσα η οποία, σύμφωνα με τον Ησύχ., ονομάστηκε έτσι επειδή πήγαινε συχνά στους τύμβους και ακρωτηρίαζε τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. άς, άδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”